χρηματοδότης

χρηματοδότης
ο, θηλ. χρηματοδότρια, Ν
φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παρέχει τα αναγκαία για τη λειτουργία μιας επιχείρησης ή για τη διεξαγωγή μιας δραστηριότητας χρηματικά μέσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρήμα, χρήματος + δότης (πρβλ. αιμο-δότης). Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χρηματοδότης — ο αυτός που δίνει τα αναγκαία χρήματα για τη λειτουργία μιας επιχείρησης: Η επιχείρηση αυτή έχει πολλούς χρηματοδότες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λίζινγκ — (leasing). Διεθνής αγγλικός όρος που υποδηλώνει τη χρηματοδοτική μίσθωση. Πρόκειται για ένα είδος χρηματοδότησης που αρχικά αφορούσε επιχειρήσεις και μεγάλα κεφαλαιουχικά στοιχεία (μηχανολογικό εξοπλισμό ή ακίνητα κλπ.), αλλά στη συνέχεια… …   Dictionary of Greek

  • ξεκινητής — ο [ξεκινώ] χρηματοδότης σπογγαλιευτικών πλοίων …   Dictionary of Greek

  • χρηματοδοτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χρηματοδότη και στη χρηματοδότηση 2. φρ. α) «χρηματοδοτικά ιδρύματα» επιχειρήσεις με αντικείμενο τις χρηματοοικονομικές δραστηριότητες β) «χρηματοδοτική επιχείρηση» εξειδικευμένη επιχείρηση που… …   Dictionary of Greek

  • χρηματοδοτώ — χρηματοδοτῶ, έω, ΝΜ [χρηματοδότης] δίνω χρήματα νεοελλ. παρέχω, έναντι ορισμένου ανταλλάγματος, τους αναγκαίους για τη λειτουργία μιας επιχείρησης ή για τη διεξαγωγή μιας δραστηριότητας χρηματικούς πόρους …   Dictionary of Greek

  • Αγαλλόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αναστάσιος. Αγωνιστής και χρηματοδότης της Επανάστασης του 1821, από τον Μιστρά. Γνωστός και με το όνομα Βοστιτσάνος, σχημάτισε σώμα από συγγενείς και συμπολίτες του με το οποίο πήρε μέρος στις πολιορκίες της… …   Dictionary of Greek

  • Γκέρινγκ, Χέρμαν — (Hermann Göring, Ρόζενχαϊμ 1893 – Νυρεμβέργη 1946). Γερμανός πολιτικός. Σπούδασε οικονομικά στο Μόναχο και υπηρέτησε ως πιλότος στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο. Το 1921 προσχώρησε στο ναζιστικό κόμμα και έγινε γρήγορα ένας από τους ηγέτες του. Αφού… …   Dictionary of Greek

  • Διογενείδης — Επώνυμο οικογένειας από τη Δημητσάνα, μέλη της οποίας υπήρξαν λόγιοι και αγωνιστές του 1821. 1. Βελισάριος. Έμπορος στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν συγγενής του πατριάρχη Γρηγορίου Ε’. Προσέφερε πολλά χρήματα για την ανάπτυξη της παιδείας. Το 1818… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… …   Dictionary of Greek

  • Λογοθέτης, Γιαννάκης Στάμου — (; – 1826). Αγωνιστής του 1821 και Φιλικός. Ήταν πρόκριτος της Λιβαδειάς, γιος του Στάμου Χονδροδήμου. Το 1800 ανέλαβε το αξίωμα του λογοθέτη και τον τίτλο του επιτρόπου της μητρόπολης Αθηνών. Απέκτησε μεγάλη περιουσία από το εμπόριο και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”